- ἀπέδρασα
- ἀπέδρᾱσα , ἀπό-δράωdoaor ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀπό-ἑδράζωcause to sitaor ind act 1st sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απέδρασα — (να αποδράσω, κατά το ανάκλασα, βλ. πίν. 71 , αόρ. του αρχ. ρ. αποδιδράσκω) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποδιδράσκω — (αποδιδράσκω) → δες απέδρασα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής